- βροντοβόλημα
- τοο συνεχής ισχυρός κρότος: Όλη τη νύχτα ακουγόταν το βροντοβόλημα του ουρανού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βροντοκόπημα — το το βροντοβόλημα: Δεν μπορώ να κοιμηθώ με τέτοια βροντοκοπήματα δίπλα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντολόγημα — το οι αδιάκοπες βροντές, το βροντοβόλημα: Το βροντολόγημα δε μ άφησε να κλείσω μάτι όλη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)